- τηλίνη
- ἡ, Αβλ. τήλινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τήλινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που παρασκευάζεται από τήλι («τήλινον μύρον») 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τηλίνη το φυτό κύτισος 3. το ουδ. ως ουσ. τo τήλινον μύρο από απόσταξη τών σπόρων τού φυτού τήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλις + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
Γέλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. Α’ (περ. 540 – 478 π.Χ.). Τύραννος της Γέλας και των Συρακουσών, γιος του Δεινομένη. Καταγόταν από τον ιεραρχικό οίκο του Τηλίνη, ιερέα των χθόνιων θεοτήτων, από την Τήλο. Αρχικά, αρχηγός ιππικού του τυράννου της… … Dictionary of Greek
τηλίνην — τήλινος of fenugreek fem acc sg (attic epic ionic) τηλίνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίνης — τήλινος of fenugreek fem gen sg (attic epic ionic) τηλίνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)